Η μελέτη των χαρακτηριστικών της κοινωνικής επάρκειας για την ένταξη στην κουλτούρα των συνομηλίκων μαθητών με νοητική ανεπάρκεια που βρίσκονται σε δυσμενή κοινωνικά θέση στη σχολική ομάδα
Εισαγωγή
Η σημασία της ένταξης και αποδοχής ενός παιδιού στις ομάδες των συνομηλίκων αναλύθηκε στην προηγούμενη εισήγηση. Όπως διαπιστώθηκε ένα αξιοσημείωτο ποσοστό παιδιών δεν είναι ενταγμένα ούτε αποδεκτά στις παρέες τους και βρίσκονται σε δυσμενή κοινωνικά θέση (απορριπτόμενοι ή αφανείς). Είναι κατά συνέπεια σημαντικό από παιδαγωγική άποψη να μελετηθούν τα αίτια αυτής της κοινωνικής θέσης ώστε να μπορούν να σχεδιαστούν για τη βελτίωσή της κατάλληλες παιδαγωγικές παρεμβάσεις.
Η ποιότητα της αλληλεπίδρασης των παιδιών και η αποδοχή στις παρέες τους συνδέθηκε με την έννοια της κοινωνικής επάρκειας. Ένας λειτουργικός ορισμός της κοινωνικής επάρκειας στις σχέσεις με τους συνομηλίκους περιέχει σύμφωνα με τον Guralnic την ικανότητα των παιδιών να χρησιμοποιούν κατάλληλες και αποτελεσματικές κοινωνικές στρατηγικές για την επίτευξη των διαπροσωπικών τους στόχων σε πλαίσια που συμπεριλαμβάνουν συνομήλικους. Η ικανότητα αυτή σχετίζεται στενά με τα ενδοπροσωπικά τους χαρακτηριστικά, συνδέεται με κοινωνικούς και βιολογικούς παράγοντες και διαφέρει ανάλογα με το παιδί, τη δομή,το πλαίσιο και τα χαρακτηριστικά των σχέσεων της ομάδας.
Σύμφωνα με τον Guralnic, τρεις πρωταρχικοί διαπροσωπικοί στόχοι έχει φανεί ότι είναι εξαιρετικά χρήσιμοι τόσο στο επίπεδο της αξιολόγησης όσο και σ’ αυτό της παρέμβασης: (α) η είσοδος στο συλλογικό παιχνίδι των συνομηλίκων, (β) η επίλυση των συγκρούσεων και (γ) η διατήρηση του παιχνιδιού. Η συστηματική, κατάλληλη και αποτελεσματική χρήση κοινωνικών στρατηγικών στο πλαίσιο αυτών των τριών στόχων υποδηλώνει υψηλά επίπεδα επάρκειας στις σχέσεις μεταξύ των παιδιών. Μια σημαντική διάσταση επίσης, είναι η ποιότητα της μεταξύ τους λεκτικής επικοινωνίας, η οποία επηρεάζει τη δυνατότητά τους να έχουν θετικά αποτελέσματα και στους τρεις βασικούς στόχους που προαναφέρθηκαν.
Τα παιδιά με νοητική ανεπάρκεια (ν.α.), με βάση τα ερευνητικά δεδομένα που διαθέτουμε τόσο από το διεθνή χώρο όσο και τον ελληνικό, βρίσκονται, σε δυσανάλογα μεγάλα ποσοστά, σε δυσμενή κοινωνικά θέση στην ομάδα των συνομηλίκων. Τα ευρήματα αυτά συνδέονται με ένα μεγάλο εύρος σοβαρών δυσκολιών στην κοινωνική τους επάρκεια. Δεν έχουν το ίδιο επίπεδο δεξιοτήτων στις σχέσεις τους με τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης, δεν διαθέτουν αποτελεσματικές προσαρμοστικές στρατηγικές, έχουν χαμηλότερες ικανότητες στη λεκτική επικοινωνία, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αλληλεπιδρούν θετικά ώστε να αναπτύσσουν σχέσεις εγγύτητας μαζί τους.
Μεθοδολογία
Η παρούσα έρευνα αφορά μαθητές με ν.α. και αποτελεί μέρος ευρύτερης έρευνας που μελετά τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής επάρκειας των μαθητών που βρίσκονται σε δυσμενή κοινωνική θέση μεταξύ των συμμαθητών τους.
Σύμφωνα με την ερευνητική υπόθεση, οι στρατηγικές και οι συμπεριφορές που εκδηλώνουν τα παιδιά στο ελεύθερο παιχνίδι, και οι οποίες συνθέτουν την κοινωνική τους επάρκεια, σχετίζονται με την κοινωνική θέση που καταλαμβάνουν στην ομάδα των συνομηλίκων.
Η έρευνα διεξήχθη το σχολικό έτος 2016 – 2017.
Δείγμα της παρούσης έρευνας ήταν 5 μαθητές με ν.α. που βρίσκονταν σε δυσμενή κοινωνικά θέση στην ομάδα των παιδιών της τάξης τους (απορριπτόμενοι ή αφανείς)· 2 του νηπιαγωγείου, 2 της Α΄ και 1 της ΣΤ΄ δημοτικού και προέρχονταν από τους νομούς Θεσσαλονίκης και Λάρισας.
Για τον εντοπισμό του δείγματος χρησιμοποιήθηκε το σταθμισμένο ψυχομετρικό κριτήριο μαθησιακής επάρκειας DTLA. Για την αξιολόγηση της κοινωνικής θέσης των μαθητών χορηγήθηκε το κοινωνιομετρικό ερώτημα στις τάξεις που φοιτούσαν οι μαθητές με ν.α. Κατά τη συμπλήρωση του κοινωνιομετρικού ερωτήματος οι μαθητές αιτιολόγησαν προαιρετικά τις θετικές και τις αρνητικές επιλογές τους.
Η έρευνα ήταν ποιοτική έρευνα καταγραφής και επεξεργασίας συμβάντων στο διάλειμμα (για το δημοτικό) και στις ελεύθερες δραστηριότητες (για το νηπιαγωγείο), στα οποία συμμετείχαν οι μαθητές του δείγματος. Η ανάλυση και επεξεργασία των συμβάντων δομήθηκε με βάση τα κριτήρια της κοινωνικής επάρκειας του Guralnick (τρεις τομείς στόχων) καθώς και τα στοιχεία της λεκτικής τους επικοινωνίας. Στόχος ήταν να μελετηθούν οι συμπεριφορές και να εντοπιστούν οι στρατηγικές που χρησιμοποιούν αυτοί οι μαθητές στην αλληλεπίδρασή τους με τα άλλα παιδιά. Για τον εμπλουτισμό των παραπάνω στοιχείων αξιοποιήθηκαν πληροφορίες από το ιστορικό του μαθητή, καθώς και στοιχεία από τη συμμετοχή τους στις οργανωμένες μαθησιακές δραστηριότητες.
Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Τα πιο μεγάλα εμπόδια για την ένταξη στο παιχνίδι και στις παρέες των συνομηλίκων φαίνεται να εμφανίζονται ήδη από το πρώτο βήμα, την είσοδο στο παιχνίδι. Ίσως εδώ να φαίνονται πιο μεγάλα τα εμπόδια, επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις η απόπειρα εισόδου ήταν αποτυχημένη και έτσι δεν υπήρχε συνέχεια, όπου θα μπορούσαμε να δούμε όλες τις πιθανές εκδοχές των δυσκολιών. Στην είσοδο εντοπίστηκαν οι εξής συμπεριφορές και στρατηγικές.
(α) Απουσία προσανατολισμού στο συλλογικό παιχνίδι των παιδιών παίζοντας παράλληλο παιχνίδι.
(β) Επιχειρούσαν είσοδο αλλά όχι στο σενάριο που ήδη εξελίσσεται. Η επιδίωξη των παιδιών φαίνεται να ήταν η χρήση κάποιου αντικειμένου με περιεχόμενο διαφορετικό από το σενάριο είτε η αλληλεπίδραση με κάποιο παιδί ανεξάρτητα του παιχνιδιού.
Οι δυο αυτές περιπτώσεις αφορούσαν κυρίως στα μικρά παιδιά του νηπιαγωγείου και της Α΄ δημοτικού.
(γ) Εξ αρχής παραίτηση από την είσοδο και την εμπλοκή στο συλλογικό παιχνίδι. Αυτό παρατηρήθηκε στα παιδιά με προηγούμενες εμπειρίες αποτυχίας και απόρριψης σ” αυτόν τον τομέα.
(δ) Στρατηγικές πρόκλησης του ενδιαφέροντος των άλλων παιδιών μέσα από συμπεριφορές που αξιολογούνται αρνητικά και απορριπτικά από εκείνα. Το ιδιαίτερο στοιχείο που επισημαίνεται σ” αυτή τη στρατηγική είναι η μη επίγνωση των αντίθετων προς τις επιδιώξεις τους συνεπειών της.
Οι συγκρούσεις, στις μικρές ηλικίες (νηπιαγωγείο, Α΄ δημοτικού) φαίνεται ότι κατά κανόνα αφορούσαν στη διεκδίκηση ενός αντικειμένου και πολύ λιγότερο στη φύση και τους κανόνες του παιχνιδιού. Αυτό είναι σύνηθες και για τα υπόλοιπα παιδιά. Στον μαθητή της Στ΄ Δημοτικού, διαπιστώθηκε συγκρουσιακή στρατηγική, η οποία φαίνεται να συνδεόταν με τον φόβο της αναγνώρισης λαθών, ως πιθανής αιτίας άμεσης απόρριψης από τους συμμαθητές του, δίχως να υπήρχε επίγνωση των αρνητικών συνεπειών της. Οι διαφορές στο επίπεδο του λόγου επηρέαζαν επίσης το ύφος της σύγκρουσης των παιδιών αυτών. Δεν έδειχναν να έχουν την ικανότητα να επεξεργαστούν την αιτία της σύγκρουσης και επέμεναν στην αρχική τους απαίτηση δίχως να μπορούν να προτείνουν ή να υιοθετήσουν μια συμβιβαστική λύση.
Στις περιπτώσεις όπου παρατηρήθηκε εμπλοκή στο παιχνίδι, αυτή ήταν αποσπασματική, αφορούσε σε επιμέρους σημεία του σεναρίου ή της συζήτησης.
Αυτό που χρειάζεται να μελετηθεί σε κάθε μια περίπτωση παιδιού ξεχωριστά είναι η ερμηνεία της συμπεριφοράς και των στρατηγικών που εντοπίστηκαν. Συνολικά μπορούμε να διακρίνουμε στοιχεία μιας αναπτυξιακής φάσης προγενέστερης των άλλων παιδιών, καθώς και την απουσία κοινωνικών εμπειριών, μέσα από τις οποίες θα μπορούσε να εξοικειωθεί πιο γρήγορα και ομαλά το παιδί σε συλλογικές λειτουργίες. Φαίνεται ότι ένα σταθερό και ισχυρό χαρακτηριστικό που σχετίζεται με τη φύση της δυσκολίας στην κοινωνική επάρκεια των παιδιών που μελετήθηκαν, είναι η απόκλιση στην οργάνωση και διαχείριση της συμπεριφοράς στις σχέσεις με συνομήλικους. Η μη αναγνώριση και αποδοχή των κανόνων του παιχνιδιού και της παρέας αποτελεί επίσης λόγο ευθείας απόρριψης από την ομάδα. Επιπλέον, οι χαμηλότερες γνωστικές τους ικανότητες στο λόγο, επιδρούν αρνητικά στην εξέλιξη και διατήρηση του παιχνιδιού. Δεν μπορούν να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους στις κοινωνικές απαιτήσεις ενός ρόλου με αποτέλεσμα την απόρριψη τους από την ομάδα αλλά και τη δική τους ακόλουθη απόσυρση.
Τα ευρήματα φαίνεται να ενισχύουν την ερευνητική υπόθεση για τη σχέση της κοινωνικής επάρκειας με την κοινωνική θέση στην ομάδα των συνομηλίκων. Παράλληλα θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στο σχεδιασμό κατάλληλων παρεμβάσεων για τη βελτίωση των στρατηγικών των παιδιών με ν.α. και την ενίσχυση της κοινωνικής τους επάρκειας στις σχέσεις τους με τα άλλα παιδιά. Αυτό όμως που είναι ίσως το πιο σημαντικό είναι να εξελιχθεί η έρευνα σ” αυτόν τον τομέα με την ταυτόχρονη εμπλοκή των ίδιων των εκπαιδευτικών σ” αυτήν.
Αρχοντία Καθάριου
Νηπιαγωγός ΑΠΘ με εξειδίκευση σε «Δυσκολίες Μάθησης στην Προσχολική Ηλικία», ΜΠΣ «Ψυχοπαιδαγωγική της ένταξης» ΑΠΘ