Κι όμως το σχολείο μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο -στην πράξη κι όχι στα λόγια- για μια καλύτερη ποιότητα σχέσεων και ζωής
Γιώργος Μπάρμπας
επικ. καθηγητής ειδικής εκπαίδευσης ΑΠΘ
Μερικές σκέψεις με αιτία κι αφορμή τη δημιουργική δράση των παιδιών του νηπιαγωγείου στο δημοτικό γηροκομείο Λάρισας (που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα και στο fb του σχολείου στις 3/4/2019) και το σχετικό σχόλιο της Αρχοντίας Καθάριου την επόμενη μέρα.
Υπάρχει και ποια είναι η ιδιαίτερη παιδαγωγική σημασία αυτής της δράσης; Γιατί, είναι σύνηθες να γίνονται κοινωνικού χαρακτήρα δράσεις από σχολεία, οι οποίες αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής με έμφαση στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος (π.χ. καθαρισμός ακτών από σκουπίδια, καθαρισμός σε δάση ή άλση από το πυκνό φύλλωμα που μαζεύεται στο χώμα, δενδροφυτεύσεις, κ.α.). Και βέβαια όλες αυτές οι δράσεις είναι θετικές, συνδέουν την προστασία του περιβάλλοντος με την ποιότητα ζωής μας, προωθώντας μια πιο υγιή αντίληψη γι’ αυτή τη σχέση. Στην περίπτωσή μας όμως υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο: η άμεση σχέση με πρόσωπα, με συγκεκριμένους ανθρώπους. Προσφέρουμε χαρά και ποιότητα ζωής σε συγκεκριμένους ανθρώπους που την έχουν ανάγκη. Εδώ ο μαθητής βλέπει και αγγίζει τον άλλον. Νιώθει άμεσα, μέσα από τα μάτια και το πρόσωπο του άλλου, μέσα από την αντίδραση του άλλου το αποτέλεσμα της δικής του πράξης. Μαθαίνει να ζει δημιουργώντας και προσφέροντας στον άλλο. Δημιουργεί κάτι που του αρέσει και το θέλει ο ίδιος και αυτή η ικανοποίηση δυναμώνει μέσα από τη χαρά και ικανοποίηση του άλλου. Εδώ βρίσκεται η σημασία της ανθρώπινης σχέσης. Η βαθύτερη ανάγκη του καθενός μας να εισπράττει ικανοποίηση από την ανταπόκριση των άλλων απέναντί του. Κι αυτό το βίωμα είναι όχι μόνο πιο δυνατό αλλά και πολύ πιο ιδιαίτερο από την απρόσωπη κοινωνική δράση, από την οποία απουσιάζει η σχέση και η ανταπόδοση της ικανοποίησης. Λογαριάστε τώρα, την κουβέντα στο σχολείο μετά τη δράση αυτή. Να κοινωνήσει το κάθε παιδί το αίσθημα, το συναίσθημα και τις σκέψεις του. Να ανταμώσουν αυτά με τις σκέψεις και συναισθήματα των συμμαθητών του. Πόσο πιο δυνατά και όμορφα θα αγκαλιάσει την ψυχή του παιδιού. Πόσο θα επηρεάσει τις ίδιες των σχέσεις μεταξύ των παιδιών και θα τις ενισχύσει σε διάθεση και ικανότητα να βλέπουν και να υπολογίζουν τον άλλο. Λογαριάστε αυτές οι δράσεις να γίνονται συστηματικά, ας πούμε για παράδειγμα μια φορά τον μήνα. Στον ίδιο χώρο, με τους ίδιους ανθρώπους. Σκεφτείτε, τι ποιότητας σχέσεις θα αναπτυχθούν. Πόσο θα ζωντανέψουν οι άνθρωποι του γηροκομείου, πόσο θα ψηλώσει το αίσθημα των παιδιών και η εικόνα που χτίζουν για την αξία της δικής τους προσφοράς.
Γιατί όλα αυτά έχουν ιδιαίτερη παιδαγωγική αξία; Γιατί απλούστατα το θέμα της κοινωνικής υπόστασης του καθενός μέσα στη ζωή των κοινωνικών ομάδων που ζει είναι από τα πιο σημαντικά που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος στη δική μας (και όχι μόνο) κοινωνία. Το πρόβλημα της σχέσης του εαυτού του με τον άλλο, της επιθυμίας και των θέλω του με αυτά των άλλων, η ανάγκη του μοιράσματος μέσα σε συλλογικές σχέσεις, η ανάγκη να εισπράττει ικανοποίηση από αυτό που κάνει για τον εαυτό του και τους άλλους, ικανοποίηση που έρχεται μόνο μέσα από την αποδοχή των άλλων. Όλα αυτά είναι ανάγκες και ταυτόχρονα αγκάθια στη σημερινή δυτική κοινωνία. Είναι το τίμημα μιας ελευθερίας που αποκτήσαμε ως άτομα δίχως όμως να έχουμε χτίσει τις προϋποθέσεις να την ασκήσουμε. Δίχως την ευθύνη του εαυτού μας έναντι των άλλων, δίχως την ικανότητα να διαχειριζόμαστε τις σχέσεις μας με τους άλλους δημιουργικά και αρμονικά. Αυτή η ανάγκη είναι, νομίζω, ένα βασικό σημερινό αίτημα προς την εκπαίδευση. Να υποστηρίξει τον νέο άνθρωπο στη δεκατετράχρονη (τουλάχιστον) διαδρομή του μέσα στο σχολείο να αποκτήσει αυτές τις δεξιότητες και αυτές τις αξίες ζωής. Μόνο που αυτά δεν μαθαίνονται με κηρύγματα ούτε με διδασκαλία στην τάξη ούτε με προσομοιώσεις και παιχνίδια ρόλων. Αυτά χτίζονται μέσα από βιώματα μέσα στην πραγματική ζωή, με πραγματικούς ανθρώπους, με πραγματικές ανάγκες. Και το σχολείο καλείται να υποστηρίξει αυτήν ακριβώς την πορεία. Να οργανώσει αυτές τις δράσεις και να υποστηρίξει την επεξεργασία των εμπειριών που θα αποκομίζουν οι μαθητές.
Ας δούμε και μια άλλη διάσταση. Σκεφτείτε τέτοιες δράσεις να γίνονται από πολλά σχολεία με εθελοντική και προαιρετική εννοείται συμμετοχή των μαθητών. Κάθε τμήμα μιας τάξης να «υιοθετήσει» ένα συγκεκριμένο κοινωνικό χώρο. Σκεφτείτε να απλωθούν αυτές οι δράσεις από δεκάδες ομάδες, από εκατοντάδες παιδιά μέσα στην πόλη. Πόσο θα αλλάξει το κλίμα στην πόλη μετά από αυτό. Πόσο θα γίνει πιο ανθρώπινο. Τελικά ακόμα και οι δράσεις για την προστασία του περιβάλλοντος θα αποκτήσουν άλλο νόημα, το σωστό και πλήρες νόημα. Γιατί, όπως και να το δούμε, η σχέση μας με το περιβάλλον δεν είναι εξατομικευμένη. Εντάσσεται στην κοινωνική μας λειτουργία και φιλτράρεται μέσα από τις σχέσεις μας με τις κοινωνικές ομάδες που ζούμε. Δηλαδή η σχέση μας με το περιβάλλον είναι ζήτημα της κουλτούρας του καθενός μέσα στην κουλτούρα των συλλογικοτήτων που δραστηριοποιούμαστε. Και η δράση που παρουσιάστηκε προηγουμένως μπορεί να χτίσει σε βάθος χρόνου μια άλλη από τη σημερινή κουλτούρα, ως ανάγκη μιας καλύτερης ποιότητας ανθρώπινων σχέσεων και ζωής.
Και μια τελευταία σκέψη. Οι δράσεις μέσα σε συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους κρύβουν έναν κίνδυνο. Να γλιστρήσουν στη φιλανθρωπία και να χάσουν τον χαρακτήρα της κοινωνικής αλληλεγγύης. Είναι αλήθεια ότι η γραμμή που διαχωρίζει αυτά τα δύο όχι μόνο δεν είναι συνήθως σαφής αλλά συχνά στην αντίληψη πολλών ανθρώπων οι δύο αυτές έννοιες ταυτίζονται, θεωρούνται συνώνυμες. Κι όμως υπάρχει βαθύ ρήγμα ανάμεσά τους. Κι αυτό έχει να κάνει με τη σχέση που αναπτύσσει αυτός που προσφέρει με αυτόν που αποδέχεται την προσφορά. Κυρίαρχο στοιχείο στη φιλανθρωπία είναι η αίσθηση του δυνατού και ικανού στον πρώτο που προσφέρει, έναντι του αδύναμου και ανίκανου στον δεύτερο που δέχεται την προσφορά. Κι αυτό έχει βάση. Γιατί δεν πας να προσφέρεις παρά σε κάποιον που έχει ανάγκη και δύσκολα μπορεί μόνος του να την ικανοποιήσει. Το θέμα είναι πώς στέκεται αυτός που προσφέρει. Πώς βλέπει τη δική του ικανότητα και δυνατότητα. Αν ξεκινά από τη θέση ότι ό άλλος είναι ανήμπορος να ορίσει τη ζωή του, τα θέλω και τις ανάγκες του, αν κρίνει ότι ο ίδιος, ως ικανός, θα αποφασίσει για λογαριασμό της ζωής του άλλου το τι εκείνος χρειάζεται και το πώς θα το ικανοποιήσει, τότε μιλάμε για μια σχέση εξάρτησης του δεύτερου από τον πρώτο, για μια σχέση επιβολής του πρώτου, για μια σχέση όπου ο δεύτερος δεν ορίζει τη δική του ζωή. Είναι και θα παραμείνει μετά την πράξη της προσφοράς αδύναμος και εξαρτώμενος. Αυτή είναι η κλασική αντίληψη της φιλανθρωπίας. Αν όμως ο πρώτος ξεκινά από τη θέση ότι η δική του ικανότητα και δύναμη μπορεί να γίνει όπλο και εργαλείο για να ικανοποιήσει ο δεύτερος τις ανάγκες του, όπως εκείνος τις αξιολογεί, αν ο πρώτος σεβαστεί την αυτονομία του δεύτερου, τότε μπορούμε να μιλάμε για μια άλλης ποιότητας σχέση, μια σχέση με χαρακτηριστικά ισοτιμίας, αμοιβαίου σεβασμού της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας του άλλου, μια σχέση κοινωνικής αλληλεγγύης. Γιατί το ζητούμενο αυτών των δράσεων μέσα από την υποστήριξη αδύναμων ανθρώπων και ομάδων για μια καλύτερη ποιότητα ζωής, είναι πρώτα και κύρια η ενίσχυση των ίδιων των αδύναμων ανθρώπων, η βελτίωση της δικής τους ικανότητας να επιλύουν τα προβλήματά τους, να ικανοποιούν τις επιθυμίες και ανάγκες τους. Τελικά να γίνουν πιο ικανοί να αναλάβουν τη ζωή τους, να πάρουν την ευθύνη της.